- σταθμιστί
- σταθμ-ιστί, Adv.A by weight, PSI5.459.11 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμιστί — Α επίρρ. με στάθμιση, με το ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek